- ηνίδε
- ἠνίδε (Α)(επίρρ. ἤν + ἴδε)βλ. ην (ΙΙ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἠνίδε — ἤν if haply indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤνιδε — ἀνά εἶδον see aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠνίδ' — ἠνίδε , ἤν if haply indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ην — (I) ἤν (Α) (υποθ. σύνδ. συνηρ. αντί τού εἰ ἄν) βλ. αν και εάν. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. αν (ΙΙ)]. (II) ἤν και ἠνί (Α) (επιφών. συχνά συνοδευόμενο από το ιδού ή το ιδέ, ηνίδε) ε, ιδές, κοίτα, ιδού, να («ἤν, οὐχ ἡδύ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επιφών. που… … Dictionary of Greek